- σαχλαμάρα
- η, Νσαχλός, ανούσιος, άνοστος λόγος ή σαχλή πράξη.[ΕΤΥΜΟΛ. < σαχλός + κατάλ. -(α)μάρα (πρβλ. κουτός: κουταμάρα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σαχλαμάρα — η πράξη ή λόγος ανόητος, σάχλα: Πρόσεξεμην κάνεις καμιά σαχλαμάρα πάλι. – Άσε τις σαχλαμάρες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-αμάρα — Γλωσσ. παραγωγική κατάληξη τής νέας Ελληνικής, με την οποία σχηματίζονται (συνήθως από επίθετα) αφηρημένα θηλυκά ουσιαστικά, που δηλώνουν πάθος, ελάττωμα ή λεκτικό χαρακτηρισμό. Η κατάληξη αυτή αποσπάστηκε αρχικά από μεγεθυντικά ουδέτερα σε αμα:… … Dictionary of Greek
αηδία — η (Α ἀηδία) 1. αηδιαστική γεύση, ανοστιά, σιχασιά 2. αηδιαστικό αίσθημα, αποστροφή, απέχθεια, αντιπάθεια νεοελλ. ανόητος λόγος, βλακεία, σαχλαμάρα αρχ. 1. δυσαρέσκεια 2. μισητή, οχληρή παρουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αηδής. ΠΑΡ. αηδιάζω] … Dictionary of Greek
μπαρούφα — η 1. ανοησία, σαχλαμάρα 2. αβάσιμη καυχησιολογία 3. άκακο ψέμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. baruffa «φασαρία, καβγάς»] … Dictionary of Greek
νερόβρασμα — το 1. φαγητό που έχει βραστεί μόνο με νερό, δηλ. χωρίς λάδι ή άλλη λιπαρή ουσία 2. συνεκδ. καθετί το άνοστο, το ανούσιο 3. μτφ. ανοησία, σαχλαμάρα … Dictionary of Greek
πατάτα — (σολανό το κονδυλόρριζο). Ποώδες φυτό της οικογένειας των σολανιδών (δικοτυλήδονα), που κατάγεται από το Περού, τη Βολιβία και το Μεξικό. Εισήχθη στην Ευρώπη κατά το δεύτερο μισό του 16ου αι. ως σπάνιο φυτό για μελέτη, και μόνο το 1663, εξαιτίας… … Dictionary of Greek
σάχλα — η, Ν [σαχλός] 1. η ιδιότητα τού σαχλού 2. σαχλαμάρα … Dictionary of Greek
σαχλαμάρας — ο, Ν [σαχλαμάρα] άτομο που λέει ή κάνει σαχλαμάρες, σαχλός … Dictionary of Greek
σαχλαμαρίζω — Ν [σαχλαμάρα] 1. λέω ή κάνω σαχλαμάρες 2. φλυαρώ άσκοπα … Dictionary of Greek
σαχλαμπούχλα — και σαχλαμπούρδα, η, Ν μεγάλη σαχλαμάρα, παπαρδέλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάχλα + μπούρδα. Το β συνθετικό μπούχλα αφομοιωτικά προς το σάχλα] … Dictionary of Greek